καρπωνώ

καρπωνώ
καρπωνῶ, -έω (Α) [καρπώνης]
αγοράζω καρπούς για να τούς εμπορευθώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καρπώνω — και καρπώ (AM καρπῶ, όω) [καρπός (Ι)] 1. παράγω καρπό, καρποφορώ 2. μέσ. καρπώνομαι, καρποῡμαι, όομαι α) απολαμβάνω τους καρπούς, έχω την επικαρπία, καρπίζομαι («δὶς τοῡ ἐνιαυτοῡ τὴν γῆν καρποῡσθαι», Πλάτ.) β) λαμβάνω κέρδος από κάποιο πράγμα,… …   Dictionary of Greek

  • ακάρπωτος — η, ο (Α ἀκάρπωτος, ον) αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος νεοελλ. αυτός που δεν έχει μεστώσει «ακάρπωτα κουκιά» ΙΙ αρχ. 1. αδούλευτος, ακαλλιέργητος («ἀκάρπωτος γῆ», Θεόφρ.) 2. ανώφελος, μάταιος «νίκας ἀκάρπωτον χάριν» (Σοφ. Αί. 176) 3. ο… …   Dictionary of Greek

  • καρπούμαι — (AM καρποῡμαι, όομαι) βλ. καρπώνω …   Dictionary of Greek

  • καρπώ — (AM καρπῶ, όω) βλ. καρπώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”